Είναι θεόπνευστη η πατερική δογματική της συγκριτιστικής θρησκείας «Χριστιανισμός»; 

Είναι θεόπνευστη η πατερική δογματική της συγκριτιστικής θρησκείας «Χριστιανισμός»; 

Συγγραφή: Ευάγγελος Δ. Κεπενές (Ιανουάριος 31, 2024, 17:13)

 

 

Την «θεοπνευστία» της πατερικής δογματικής και τις διαμάχες και αντιδράσεις μεταξύ των πατριαρχικών θρόνων, οι οποίες κάμπτονταν τελικά υπό του αυτοκράτορος, μαρτυρεί η εκκλησιαστική ιστορία του Β. Κ. Στεφανίδου, εκδόσεις Παπαδημητρίου, απ' όπου και διαβάζουμε αποσπάσματα:

 

«Ο Αλεξανδρείας θεόφιλος ήτο θιασώτης του Ωριγένους και εχθρός του ανθρωπομορφισμού. Οι μοναχοί της Σκήτεως κατά μεγάλας ομάδας μετέβησαν εις την Αλεξάνδρειαν και ηπείλησαν, ότι θα εφόνευον αυτόν, αν δεν κατεδίκαζε τον Ωριγένην [...] Ο Ρώμης Καιλεστίνος θεώρησε περιττήν την σύγκλησιν οικουμενικής συνόδου (για τον Νεστοριανισμό), εδέχθη όμως αυτήν συγκληθείσαν υπό του αυτοκράτορος της Ανατολής Θεοδοσίου του Β' και του αυτοκράτορος της Δύσεως Βαλεντινιανού του Γ'.

Ούτω συνεκλήθη η τρίτη οικουμενική σύνοδος εν Εφέσω (431). Θεοδόσιος ο Β' διέκειτο ευμενώς προς τον Νεστόριον, διώρισεν αυτοκρατορικόν αντιπρόσωπον εν τη συνόδω τον κόμητα Κανδιδιανόν, προσωπικόν φίλον του Νεστορίου, και επέτρεψε, μέρος της περίλαμπρου αυτοκρατορικής φρουράς να συνοδεύση τον Νεστόριον μέχρι της Εφέσου. Ο Κύριλλος, εις των τεσσάρων μεγάλων πατριαρχών της Αλεξανδρείας (τρίτος κατά την σειράν), ομότροπος ανεψιός και διάδοχος του γνωστού σε ημάς Αλεξανδρείας Θεοφίλου, έφθασεν εις την Έφεσον, ακολουθούμενος υπό Αιγυπτίων επισκόπων, μοναχών, υπηρετών και ναυτών χειροδύναμων, οι οποίοι ήσαν έτοιμοι δι' ακαταμάχητων επιχειρημάτων να υποστηρίξωσι τον κύριον αυτών και την διδασκαλίαν αυτού κατά πάσης ενδεχομένης βίας εκ μέρους των αντιθέτων [...] Ούτως η σύνοδος της Εφέσου διεσπάσθη εις δύο τμήματα με αντιθέτους αποφάσεις». (Σελ. 208, 216-7)

 

«Ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος ο Β' πεισθείς υπό των υποστηρικτών του Ευτυχούς συνεκάλεσεν εν Εφέσω σύνοδον (449), της οποίας αι συνεδρίαι έγιναν εν τω ναώ της Μαρίας. Ως αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι παρέστησαν ο κόμης (αυτοκρατορικός σύμβουλος) Ελπίδιος και ο τριβούνος και νοτάριος (αμφότερα τίτλοι αυτοκρατορικού γραμματέως -οι τίτλοι του «κόμητος» και του «τριβούνου» εδίδοντο εις πολιτικούς και εις στρατιωτικούς βαθμούχους- ως αντιπρόσωποι δε του Ρώμης Λέοντος, του Α' είς επίσκοπος, είς πρεσβύτερος (Ρενάτος, αποθανών εν Δήλω, πριν φθάση εις την Έφεσον) και είς διάκονος. Πρόεδρος υπό του αυτοκράτορος ωρίσθη ο Αλεξανδρείας Διόσκουρος. Ο Κων/πόλεως Φλαβιανός και οι οπαδοί του αυτού εστερήθησαν του δικαιώματος της ψήφου, τουναντίον δε εδόθη τοιαύτη εις τον Σύρον πρεσβύτερον και ηγούμενον Βαρσουμάν, ως αντιπρόσωπον των μονοφυσιτών μοναχών της Συρίας. Ούτος δια μοναχών, ωπλισμένων με ράβδους, σκαπάνας και πτυάρια, ελεηλάτει παρά τον Ευφράτην τας εκκλησίας των νεστοριανών, έκαιε τα μοναστήρια αυτών και εδίωκεν ή εφόνευε τους νεστοριανούς επισκόπους. Ελθών εις την Έφεσον έφερε μεθ' εαυτού το τάγμα τούτο δια παν ενδεχόμενον».

 

«Επί των μη μονοφυσιτών της εν Εφέσω συνόδου εξ αρχής ήσκησαν τρομοκρατίαν διάφοροι πολυπληθείς ομάδες, τραχείς εντόπιοι στρατιώται, φανατικοί μοναχοί, ελθόντες εκ Κων/πόλεως και Συρίας (εξ Αιγύπτου δεν αναφέρονται), χειροδύναμοι ναύται και κακότροποι παραβολανοί (οι παραβολανοί αναφέρονται εις την άνοδον του Κυρίλλου στον πατριαρχικόν θρόνον, και στον φόνο της φιλόσοφου Υπατίας), οι οποίοι ήσαν νοσοκόμοι, χρησιμοποιούμενοι και ως νεκροθάπται και εν ανάγκη δι' οιονδήποτε άλλον σοβαρόν σκοπόν. Τας δύο τελευταίας ομάδας έφερεν εξ Αιγύπτου ο πατριάρχης Διόσκουρος.»

 

«Η διδασκαλία του Ευτυχούς παρουσιάσθη ως εξής «δύο φύσεις προ της ενώσεως, μία μετ' αυτήν» και ανεγνωρίσθη ως ορθόδοξος, ο δε Ευτύχιος ηθωώθη. Την αυτήν διατύπωσιν είχεν ο Αλεξανδρείας Κύριλλος, αλλ' εκείνος προσέθεσε το «ασυγχύτως και ατρέπτως», ενώ ο Ευτύχης την ανθρώπίνην φύσιν του Χριστού εδέχετο «ουχ ομοούσιον ημίν.»

 

«Επειδή η προταθείσα καθαίρεσις του Φλαβιανού προυκάλει αντιρρήσεις, η τρομοκρατία ηύξησε και ούτως επέφερεν αποτέλεσμα. Ο Φλαβιανός έκαμεν έκκλησιν, χωρίς να αναφέρη εις ποιόν αύτη απηυθύνετο, απεπειράθει να καταφύγη υπό την αγίαν τράπεζαν ως εις άσυλον, χωρίς να κατορθώση αυτό. Ωθούμενος και τυπτόμενος ερρίφθη έξω του ναού, καθηρέθη και εξορίσθη. Τα έκτροπα δεν αναφέρονται υπό των περισωθέντων πρακτικών της συνόδου, αλλ΄ είναι γνωστά εκ μαρτυριών, γενομένων εν τη Δ' Οικουμ. Συνόδω (Mansi, 6, 828).

Ο αυτοκράτοωρ Θεοδόσιος ο Β' εκύρωσε τας αποφάσεις, αλλ' ο Ρώμης Λέων απέρριψε την σύνοδον, αποκαλέσας αυτήν ληστρικήν (latrocinium Ephesium, ληστρικόν Εφέσιον)». (Σελ. 222-224)

 

Η περιοδική επικράτηση απόψεων των αντιμαχόμενων δογματικών ομάδων επιτυγχάνονταν με την ευνοϊκή στήριξη του εκάστοτε αυτοκράτορα η οποία είχε πάντοτε ανταποδοτικά πολιτικά κίνητρα.

 

«[...] η Εκκλησία ήτο υποτεταγμένη εις την πολιτείαν. Ο καισαροπαπισμός ήτο ανάλογος των προσώπων και των περιστάσεων, άλλοτε μεν βαρύτερος, άλλοτε δε ελαφρότερος. Εκ του αυτοκράτορος εξηρτάτο η εκλογή των επισκόπων και μάλιστα των πατριαρχών, η ίδρυσις και συγχώνευσις επισκοπών και αρχιεπισκοπών και η ανύψωσις αυτών εις μητροπόλεις, ή ανακήρυξις αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Εις τον αυτοκράτορα εγίνοντο εκ των εκκλησιαστικών δικαστηρίων εφέσεις. Ο αυτοκράτωρ συνεκάλει τας οικουμενικάς συνόδους, διηύθυνεν αυτάς προσωπικώς ή δι' αντιπροσώπων, τας συνοδικάς αποφάσεις καθίστα νόμους του κράτους, και εκ των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών αυτός ώριζε, τις θα επεκράτει. Ούτως ο Κωνστάντιος και ο Ουάλης επέβαλον τον Αρειανισμόν, ο Μέγας Θεοδόσιος την Ορθοδοξίαν, ο Βασιλίσκος τον Μονοφυσιτισμόν, ο Ζήνων παραμέρισε την Δ’ Οικουμενική Σύνοδον, ο Ιουστινιανός δια δογματικών διαταγμάτων όρισε την πίστη των υπηκόων αυτουύ και, τέλος, επέβαλε τον Μονοφυσιτισμόν, ο Ηράκλειος επέβαλε τον Μονοθελητισμόν και ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος την Εικονομαχίαν.» (Εκκλ. Ιστορία Στεφανίδου, εκδ. Παπαδημητρίου (6η έκδ.), σελ. 149)

 

Οι αποφάσεις των βασιλικών οικουμενικών συνόδων υπεράνω του αποστολικού κύρους και της Βίβλου


Ο ορισμός της οικουμενικής συνόδου «Οικουμενική σύνοδος έστιν η δια προσταγής Βασιλικής συναχθείσα, η περί πίστεως όρον δογματικόν εκθεμένη, η ευσεβή και ορθόδοξα, και σύμφωνα ταις αγίαις Γραφαίς και ταις προλαβούσαις Οικουμενικαίς διορίζουζα, ήν η συμφωνία απάντων των της καθολικής Εκκλησίας Πατριαρχών και Αρχιερέων απεδέξατο, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας, είτε δια τοποτηρητών, ή, και τούτων απόντων, δια γραμμάτων και υπογραφών αυτών […] Εντεύθεν τέσσαρα άλλα κατά τους θεολογούντας, αύτη πλουτεί ιδιώματα∙ Α΄. το να είναι αείζωος και ανέκλειπτος (να έχει δηλαδή παντοτινή ισχύ)∙  Β΄. το να είναι αλάνθαστος και αναμάρτητος. Γ΄. το να έχει υπέρτατον και ανώτατον αξίωμα, όχι μόνον εις το να προτείνη συμβουλευτικώς τα δίκαια και αληθή αλλά και εις το να αναγκάζη εις υποταγήν τους εναντιουμένους, τα προσήκοντα αυτοίς Εκκλησιαστικά επιτίμια επιφέρουσα, και κρίνουσα και ανακρίνουσα, και Πάπας και Πατριάρχας, και τας απανταχού της Οικουμένης ευρισκόμενους Αρχιερείς, κληρικούς τε και λαϊκούς. Και Δ΄. να επιθέτη όρον, και πέρας εις κάθε αναφυόμενον ζήτημα και υπόθεσιν κοινήν τι και μερικήν και να διαλύη κάθε έριν και φιλονεικίαν αιρετικών και σχισματικών […] Όθεν και παρά πάντων, ουχί η θεία Γραφή, αλλ΄ η Οικουμενική σύνοδος ανακηρύττεται ο έσχατος κριτής των Εκκλησιαστικών υποθέσεων, κατά τον ς΄ και β΄ συνόδου κανόνα, του οποίου κριτού η ψήφος και απόφασις εις άλλον μεγαλυτέρου κριτηρίου έκκλητον ουχ υπόκειται». (Πηδάλιον σ. 105)

 

Τι ήταν η αρχέγονη αποστολική Εκκλησία

 

Η αρχέγονη αποστολική Εκκλησία ήταν λυτρωτική αίρεση του Ιουδαϊσμού με υπόβαθρο τον Νόμο και τους Εβραίους προφήτες (Πράξ. 28:23), και δεν ίδρυσε την συγκρητιστική ρωμαϊκή θρησκεία «Χριστιανισμός», πολιτικών συμφερόντων με υπόβαθρο τον ελληνισμό, της οποίας προστάτης ήταν ο θνητός Ρωμαίος μονάρχης του Βυζαντινού κράτους.

«Ο αυτοκράτορας δεν είναι μόνο ο ανώτατος διοικητής του στρατού, ο ανώτατος δικαστής και ο μοναδικός νομοθέτης. Είναι ακόμη προστάτης της Εκκλησίας και της ορθής πίστεως. Είναι ο εκλεκτός του θεού, και για αυτό όχι μόνο ο αυθέντης και δεσπότης, αλλά και η ζωντανή εικόνα του χριστιανικού κράτους που του εμπιστεύθηκε ο Θεός (George Ostrogorsky «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», σ. 88-89).

 

Η επιβολή της νέας θρησκείας βάφτηκε με ποταμούς αίματος και η ιστορία κατέγραψε τις παραβατικές συμπεριφορές της  σε κάθε θεσμική μορφή. Ακόμα ενίσχυσε, την εξάπλωση του πνευματικού σκότους, την δεισιδαιμονία, τον πλουτισμό του κλήρου, την λατρεία κατασκευασμένων αγίων, οστών και ομοιωμάτων, την πολυθεΐα, την ανηθικότητα και την εκμετάλλευση του τελειωμένου σωτηριακού έργου του μόνου Δεσπότη των πάντων (Ιώβ 5:8, Ο’). Η δε πτώση της επίγειας βασιλείας που την στήριζε ήταν μονόδρομος.

 

Σήμερα η ιστορία επαναλαμβάνεται, η εμμονή της νέας μυστικιστικής θρησκείας, με υπόβαθρο την αρχαία θρησκεία, να εξακολουθεί να ζει ιδεολογικά στο Βυζάντιο και στην τουρκοκρατία επέφερε την παρακμή του Δυτικού πολιτισμού, τη έκλυση των ηθών, τον μηδενισμό των βιβλικών αξιών και την πνευματική αποχαύνωση των απανταχού οπαδών της.

Επιβάλλεται η απαγκίστρωση των πιστών, από την ρωμαϊκή θρησκεία και των εξακτινώσεων της και η προσήλωση τους στις βιβλικές αλήθειες και στην πίστη του αληθινού Θεού Χριστού που «άπαξ» παραδόθηκε από τους Αποστόλους Του.

 

«Προσλθατε πρς ατν κα φωτσθητε κα τ πρσωπα μν ο μ καταισχυνθ.» (Ψαλμ. 33:6, Ο’)

 

«Αυτά έγραψα σ’ εσάς όσον αφορά εκείνους που [προσπαθούν] να σας πλανήσουν. Και εσείς το χρίσμα που λάβατε από αυτόν μένει μέσα σας και δεν έχετε ανάγκη να σας διδάσκει κάποιος. Αλλά καθώς το χρίσμα του σας διδάσκει για όλα, και [ό,τι σας διδάσκει ] είναι αληθινό και δεν είναι ψέμα, έτσι καθώς σας δίδαξε, να μένετε σ’ Αυτόν.» (1Ιωάν. 2:26-7)

 

«Πιστς θες, δι' ο κλήθητε ες κοινωνίαν το υο ατο ησο Χριστο το κυρίου μν.» (1Κορ. 1:9)

 

Φεύγετε των θρησκειών Χριστός η ζωή ημών



 

 << Επιστροφή στην Αρχική σελίδα